κυτίον
Смотреть что такое "κυτίον" в других словарях:
Румынский язык — Самоназвание: Limba română [limba ro’mɨnə] Страны: Румыния, Молдавия, Сербия … Википедия
κουτί — το (Μ κουτί) κατασκεύασμα από ξύλο, μέταλλο, χαρτί κ.ά. ύλες σε σχήμα κυρίως ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, μέσα στο οποίο τοποθετούνται ή συσκευάζονται διάφορα πράγματα νεοελλ. φρ. α) «έγινε τού κουτιού» ντύθηκε πολύ κομψά και στολίστηκε β) «κουτί … Dictionary of Greek
κυτίο — το κουτί, μικρό κιβώτιο, μικρή φορητή θήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύτος. Η λ., στον λόγιο τ. κυτίον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
κυτιοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κουτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυτίον + ποιός (< ποιῶ). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ξυράφι — Όργανο που χρησιμοποιείται για το ξύρισμα, κυρίως του ανδρικού προσώπου. Το ξυράφι αποτελείται συνήθως από μία χαλύβδινη λεπίδα μήκους περίπου 10 εκατ. και πλάτους περί τα 2 εκατ. Ένα από τα δύο χείλη της λεπίδας έχει λειανθεί με ακόνισμα για να… … Dictionary of Greek
συγκύτιο — το, Ν 1. βιολ. κύτταρο με πολλούς ανεξάρτητους πυρήνες, με κοινό όμως κυτταρόπλασμα, αλλ. συγκυτιακό κύτταρο ή πλασμώδιο 2. ανατ. κυτταροπλασματική μάζα με πολλούς πυρήνες, χωρίς κυτταρικά όρια, προϊόν συντήξεως κυττάρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ.,… … Dictionary of Greek
ψαθούρι — το, Ν είδος γλυκίσματος από μικρά κομμάτια λεπτής ζύμης, τα οποία, αφού τά τηγανίσουν σε καυτό λάδι, τά αλείφουν με ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψαθύριον «είδος εύθρυπτης πίτας» (< ψαθυρός). Στον τ. ψαθούρι, το υ εμφανίζει την αρχ. προφορά του… … Dictionary of Greek